- παπαδάκι
- το1. μικρόσωμος ή νεαρός παπάς.2. μαθητής ιερατικής σχολής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παπαδάκι — το [παπάς / παπάδες] 1. νεαρός στην ηλικία ή μικρόσωμος παπάς 2. παπάς πρόσφατα χειροτονημένος 3. μικρό παιδί που βοηθάει τον ιερέα κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίας 4. είδος ελληνικής δαντέλας … Dictionary of Greek
παπαδίσκιον — τὸ, Μ (υποκορ. τού παπάς) το παπαδάκι, νεαρός ή μικρόσωμος ή πρόσφατα χειροτονημένος ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + υποκορ. κατάλ. ίσκιον (πρβλ. παιδίσκιον)] … Dictionary of Greek
παπαδίτζης — ὁ, Μ (υποκορ. τού παπάς) το παπαδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + υποκορ. κατάλ. ίτζης] … Dictionary of Greek